Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025

«Το μόνο που θα κάνεις για να ξαλαφρώσεις είναι να μην ακούς τί σου λέγει το μυαλό»

Μπορεί να είναι εικόνα 2 άτομα και κείμενο
Κάποτε ένας πανεπιστημιακός καθηγητής πήγε και του είπε:
«Θέλω να μου πεις δυο λόγια. Έχω μια στενοχώρια, μια μελαγχολία. Τί να κάνω για να μου φύγει;»
«Το μόνο που θα κάνεις για να ξαλαφρώσεις είναι να μην ακούς τί σου λέγει το μυαλό», τον συμβούλεψε.
«Τι να ακούω;», ρώτησε.
«Να ακούς τί σου λέγει η καρδιά σου. Εκείνη να ακολουθείς. Η καρδιά σου να σου λέει να αγαπάς Αυτόν που μας έδωσε τα πάντα και χαιρόμαστε. Το μυαλό παρασέρνει τον άνθρωπο. Αν αγαπάς Αυτόν που έκαμε τα πάντα, θα κατοικήσει μέσα σου και θα σε οδηγεί. Ακόμη να φοβάσαι και να λατρεύεις Αυτόν που έκανε τα πάντα και μας τα χάρισε, διότι μπορεί να μας τα πάρει, αν δε φανούμε άξιοι. Ελπίζοντας όμως στο έλεος του Θεού, που έκανε τα πάντα, ο φόβος δια της αγάπης φεύγει και μένει η προσκύνησις. Χαίρεται τότε και αναπαύεται ο άνθρωπος και η ζωή του γεμίζει με νόημα, και δεν έχουν θέση η στενοχώρια και η μελαγχολία».
Γερο-Γελάσιος - Σιμωνοπετρίτες Πατέρες που βρήκαμε και αγαπήσαμε (1973-1997)

Η αγιότητα ενός ανθρώπου δεν γίνεται αιτία να μεταμορφωθούν προς το καλύτερο και τελειότερο μόνον όσοι από τους ανθρώπους τον πλησιάζουν, αλλά γίνεται αιτία μεταμορφώσεως και αυτής της άλογης κτίσεως, δίνοντάς μας έτσι μία εικόνα της ζωής τού Παραδείσου.

 ία τῆς ἠμέρας

 Αυτό δεν το συναντούμε μόνο στους βίους των παλαιών Αγίων, αλλά το παρατηρήσαμε και στις σύγχρονες αγιασμένες μορφές της Εκκλησίας μας -που ήδη απεχώρησαν από την ζωή αυτή- τον παπα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον Γέροντα Σωφρόνιο, τον Γέροντα Παΐσιο, τον Γέροντα Πορφύριο, τον Γέροντα Ιάκωβο . 


Κυρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης_Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Ὅσο Mπορεῖς




Κι ἄν δέν μπορεῖς νά κάμεις τήν ζωή σου ὅπως τήν θέλεις,


τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον


ὅσο μπορεῖς: μήν τήν ἐξευτελίζεις


μές στήν πολλή συνάφεια τοῦ κόσμου,


μές στές πολλές κινήσεις κι ὁμιλίες.




Μήν τήν ἐξευτελίζεις πηαίνοντάς την,


γυρίζοντας συχνά κ’ ἐκθέτοντάς την


στῶν σχέσεων καί τῶν συναναστροφῶν


τήν καθημερινήν ἀνοησία,


ὥς πού νά γίνει σά μιά ξένη φορτική.

Καβάφης Κωνσταντῖνος.

Αγίου Γρηγόριου του Παλαμά_Ομιλία εις την Θείαν Μεταμόρφωσιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
Ὅπου καί ἀπόδειξη ὅτι, ἄν καί εἶναι ἄκτιστο τό κατ᾽ αὐτήν θειότατο φῶς, ὅμως δέν εἶναι οὐσία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Προφήτης Ἠσαΐας προεῖπε γιά τό εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θά δώσει ὁ Κύριος ἐπί τῆς γῆς» (Ἠσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, πού μέσα σέ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα. Ἄς ἐπανεξετάσουμε λοιπόν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἄς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιά νά ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπό τά ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καί ὁλόκληροι νά καταληφθοῦμε ἀπό τά θεῖα.

«Τόν καιρό ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη καί τούς ἀνεβάζει σέ ὄρος ὑψηλό κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδού τώρα εἶναι καιρός εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καί ἀΐδιος, πού δέν μετρεῖται μέ διαστήματα, δέν αὐξομειώνεται, δέν διακόπτεται ἀπό νύκτα. Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δέν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἤ σκιά ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σέ μᾶς μέ εὐδοκία τοῦ Πατρός καί συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μᾶς ἐξήγαγε ἀπό τό σκοτάδι στό θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιά πάντα νά λάμπει πάνω ἀπό τά κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καί ἀλήθειας ἥλιος, δέν ἀνέχεται νά φέγγει καί νά γνωρίζεται ἀπό αὐτούς πού μετέρχονται τό ψεῦδος ἤ ὑψώνουν τήν ἀδικία μέ λόγια ἤ τήν ἐπιδεικνύουν μέ ἔργα. Ἀλλά ἐμφανίζεται καί γίνεται πιστευτός ἀπό τούς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καί τούς ἐραστές τῆς ἀλήθειας καί αὐτούς εὐφραίνει μέ τίς λάμψεις Του. Αὐτό εἶναι πού λέει ἡ Γραφή «Φῶς ἀνέτειλε γιά τόν δίκαιο καί ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ἄδει πρός τόν Θεό: «Τό Θαβώρ καί ὁ Ἑρμών θά ἀγαλλιάσουν στό ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τήν εὐφροσύνη πού προκλήθηκε ἀργότερα στό ὄρος ἀπό τήν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτούς πού τήν εἶδαν. Ὁ δέ Ἠσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμό ἀδικίας, διάλυσε τούς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καί κατόπιν: «Τότε θά ξεχυθεῖ σάν τήν αὐγή τό φῶς σου καί τά ἰάματά σου γρήγορα θά ἀνατείλουν, θά πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θά σέ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8).

Καί πάλι, «ἐάν ἀφαιρέσεις ἀπό σένα δεσμό καί χειρονομία καταδικαστική καί κακολογία, καί δώσεις στόν πεινασμένο ἄρτο μέ τήν ψυχή σου καί χορτάσεις ψυχή ταπεινωμένη, τότε θά ἀνατείλει μέσα ἀπό τό σκοτάδι τό φῶς σου καί τό σκοτάδι σου θά γίνει σάν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τούς καθιστᾶ κι αὐτούς ἄλλους ἥλιους, πάνω στούς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτός θά λάμψει ἀπλέτως· «διότι θά λάμψουν καί οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στήν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἄς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς ἐργαζόμαστε τά ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νά βαδίσουμε εὐσχημόνως σάν σέ τέτοια ἡμέρα, ἀλλά καί ἡμέρας υἱοί νά γίνουμε. Καί ἄς ἀνεβοῦμε στό ὄρος, ὅπου ὁ Χριστός ἔλαμψε, γιά νά δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον, ἐάν εἴμαστε ὅπως πρέπει καί ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θά μᾶς ἀνεβάσει στόν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καί ἀνυψῶστε τούς ὀφθαλμούς τῆς διάνοιας πρός τό φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μέ τήν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καί ἔτσι ἀποκτώντας τήν θεία αἴγλη ἀπό ψηλά, νά γίνετε σύμμορφοι μέ τό ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τό πρόσωπο ἐπάνω στό ὄρος ἔλαμψε σήμερα σάν τόν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σάν τόν ἥλιο;» Κάποτε τό ἡλιακό φῶς δέν ὑπῆρχε σάν σέ σκεῦος στόν δίσκο τοῦτο. Τό μέν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τόν δέ δίσκο τήν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτόν τό φῶς καί κάμνοντάς τον ἄστρο πού φέρνει τήν ἡμέρα καί συγχρόνως φαίνεται τήν ἡμέρα. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό φῶς τῆς θεότητας κάποτε δέν βρισκόταν σάν σέ σκεῦος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μέν εἶναι πρίν ἀπό κάθε ἀρχή καί δίχως ἀρχή. Τοῦτο δέ τό πρόσλημμα, τό ὁποῖο ἔλαβε ἀπό μᾶς ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιά χάρη μας στούς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τό πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιός καί συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ὁ δέ Μᾶρκος λέει «στιλπνά καί λευκά πολύ σάν χιόνι, τέτοια πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπί τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μέ τό ἴδιο φῶς καί τό προσκυνητό ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τά ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τό μέν πρόσωπό Του σάν τόν ἥλιο ἔλαμψε, τά δέ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τό σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καί ἔδειξε μέ αὐτό ποιές εἶναι οἱ στολές τῆς δόξας, πού θά ἐνδυθοῦν κατά τόν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τόν Θεό, καί ποιά εἶναι τά ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τά ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδάμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνός καί αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μέν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετική καί ἡ ἐνδυμασία Του λευκή καί ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τά ἐκεῖ τελούμενα δέν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νά συγκριθοῦν. Ὁ δέ Μᾶρκος εἰκονίζει μέν τά ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνά καί λευκά σάν χιόνι ἔδειξε καί αὐτός ὅτι οἱ εἰκόνες καί τά παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τό χιόνι εἶναι μέν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπό μικρές φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτό ἀέρα. Ὅταν δηλαδή τό σύννεφο δέν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καί δέν μπορεῖ νά ἀποβάλει τόν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπό τήν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καί ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκό καί ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δέν ἀρκοῦσε τό λευκό τοῦ χιονιοῦ, γιά νά παραστήσει τήν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καί τό στιλπνό, δείχνοντας καί μ᾽ αὐτά ὁ εὐαγγελιστής τήν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτός ἐκείνου, μέ τό ὁποῖο τά ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνά καί λευκά. Πράγματι, δέν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτός νά καθιστᾶ λευκά καί στιλπνά αὐτά πού φωτίζει, ἀλλά νά δείχνει τό χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθώς φαίνεται, τά ἀποκάλυψε ἤ μᾶλλον τά ἀλλοίωσε, πρᾶγμα πού δέν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τό δέ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καί ὅταν τά ἀλλοίωσε, τά διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νά τά ἐνεργεῖ αὐτά φῶς γνώριμο σέ μᾶς; Γι᾽ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής θέλοντας νά δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τήν ὑπεροχική λαμπρότητα καί ὀμορφιά τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί τήν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μέ τρόπο τήν φυσική ὡραιότητα συνάπτοντας τήν στιλπνότητα μέ τό λευκό τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδή ὅμως καί ἡ τέχνη μαζί μέ τήν φύση ἐπινοεῖ τό ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τήν ὀμορφιά πάνω ἀπό τεχνητούς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, πού δέν μπορεῖ νά λευκάνει γναφέας ἐπάνω στήν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, πού σαρκώθηκε γιά μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καί τόν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τό γράμμα εἶναι σάν ἐνδυμασία· λευκό καί σαφές, συνάμα δέ στιλπνό καί λαμπρό καί σάν μαργαριτάρι, μᾶλλον δέ θεοπρεπές καί ἔνθεο γι᾽ αὐτούς πού βλέπουν πνευματικά τά τοῦ Πνεύματος καί ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τίς λέξεις τῶν κειμένων καί δείχνουν ὅτι τά λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, πού γναφέας ἐπάνω στήν γῆ, δηλαδή σοφός τοῦ κόσμου τούτου, δέν μπορεῖ νά διασαφήσει. Καί τί λέω νά διασαφήσει; Δέν μπορεῖ νά τά κατανοήσει, οὔτε ὅταν τά ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθώς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικός ἄνθρωπος δέν δέχεται τά τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νά τά γνωρίσει» (Α’ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτό καί ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητές τίς ἀσύλληπτες καί θεῖες καί πνευματικές ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα πού δέν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μέ τόν ὑποδουλωμένο στήν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, πού ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπό τήν θεσπέσια ἐκείνη θέα καί ἀνυψώθηκε πρός θεῖο ἔρωτα καί πόθο μεγαλύτερο, μή θέλοντας πλέον νά ἀποχωρισθεῖ τό φῶς ἐκεῖνο, «καλό εἶναι νά εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στόν Κύριο, «ἄν θέλεις, ἄς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία», μή γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δέν εἶχε φθάσει ὁ καιρός τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δέν θά χρειασθοῦμε σκηνές χειροποίητες. Πέρα ἀπό αὐτό, δέν ἔπρεπε νά ἐξισώνει τόν Δεσπότη μέ τούς δούλους μέ τήν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μέν Χριστός ὡς Υἱός γνήσιος στούς κόλπους τοῦ Πατρός βρίσκεται, οἱ δέ προφῆτες ὡς υἱοί γνήσιοι τοῦ Ἀβραάμ στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ ὅπως πρέπει θά κατοικήσουν.

Καθώς λοιπόν ὁ Πέτρος στήν ἄγνοιά του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινή τούς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τούς λόγους τοῦ Πέτρου καί δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνή πού ἁρμόζει στόν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτή ἡ νεφέλη καί πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τούς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτή τό ἀπρόσιτο φῶς, στό ὁποῖο ὁ Θεός κατοικεῖ, τό φῶς πού ἐνδύεται σάν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτός πού καθιστᾶ τά σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καί «ἔθεσε τό σκότος περικάλυμμά Του σάν κυκλική σκηνή» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος πού ἔχει ἀθανασία καί κατοικεῖ σέ φῶς ἀπρόσιτο» (Α’ Τιμ. 6, 16). Ὥστε τό ἴδιο εἶναι ἐδῶ καί φῶς καί σκότος, πού ἐπισκιάζει ἀπό ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλά καί αὐτό, πού λίγο πρίν εἶδαν τά μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπό τούς ἱερούς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτός ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τούς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στό Θαβώρ». Καί ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τό ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεός λέει ὅτι «σ᾽ αὐτόν τόν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νά γνωρίσει καί νά δεῖ τόν Θεό». Ἑπομένως τό ἴδιο φῶς ἦταν αὐτό πού πρωτύτερα ἔβλεπαν νά λάμπει ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καί ἡ φωτεινή νεφέλη πού κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλά στήν ἀρχή ἐπειδή ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τήν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μέ πολύ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτούς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καί ἔτσι ἐπισκίασε τήν πηγή τοῦ θείου καί ἀεννάου φωτός, τόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καί στόν αἰσθητό ἥλιο τό ἴδιο φῶς καί τήν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καί ἀφαιρεῖ πάλι τήν ὅραση, ὅταν κατάματα τόν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μέν αἰσθητός ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καί ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σέ ὅποιους θέλει. Ὁ δέ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καί τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καί φυσική λαμπρότητα καί δόξα, ἀλλά καί θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καί σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καί ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καί φάνηκε σάν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καί μάλιστα ὄχι ἀπό μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιό ἔντονα κατά τήν θέλησή Του καί ἀπό τήν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στά μάτια τῶν ἀποστόλων, σάν νά εἰσῆλθε σέ φωτεινή νεφέλη. Ἀλλά καί φωνή ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτόν νά ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στόν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τήν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τήν ὁποία δόξα καί ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτόν οἱ οὐρανοί καί καταλήφθηκε ἀπό τόν Πνεῦμα τό Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπό τήν νεφέλη, πού ἐπισκίασε τόν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπόν εἶναι αἰσθητό φῶς τό ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δέ ἡ ἀπό τήν νεφέλη φωνή τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τά πρό τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καί δέν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μέ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά παραχωρήθηκαν γιά τήν μέλλουσα αὐτή τοῦ Κυρίου παρουσία καί ἐπιφάνεια. Αὐτός λοιπόν εἶναι ἐκεῖνος, στόν ὁποῖο εὐδοκεῖ καί ἀναπαύεται καί εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σέ Υἱό ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτό καί παραγγέλλει Αὐτόν νά ἀκοῦμε καί σ᾽ Αὐτόν νά πειθαρχοῦμε. Καί ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπό τήν στενή πύλη, διότι εἶναι πλατειά καί ἄνετη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἐνῶ στενή καί δύσβατη ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ στήν ζωή», Αὐτόν νά ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τό φῶς αὐτό εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτόν νά ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτόν νά πιστεύετε καί τέτοιου φωτός νά καθιστᾶτε ἀξίους τούς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπόν φάνηκε ἡ φωτεινή νεφέλη καί ἤχησε ἀπό τήν νεφέλη ἡ πατρική φωνή, ἔπεσαν, λέει, μέ τό πρόσωπο στήν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καί ἄλλοτε πολλές φορές ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στόν Ἰορδάνη ἀλλά καί στά Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τό σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τό ὄνομά Σου» ἦλθε φωνή ἀπό τόν οὐρανό: «Τό ὄνομά μου τό δόξασα καί πάλι θά τό δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καί ὅλος μέν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλά κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλά καί φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιά τήν φωνή, ἀλλά γιά τό παράξενο καί ὑπερφυές φῶς. Διότι καί πρίν φθάσει ἡ φωνή ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπό τήν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μέ ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται ὅτι τό φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καί ὑπερφυές καί ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοί πού ἐπιδίδονται μέ ὑπερβολικό ζῆλο στήν θύραθεν καί σαρκική παιδεία καί δέν μποροῦν νά γνωρίσουν τά τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σέ ἄλλο γκρεμό. Δέν τό ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπό τόν Θεό καί τούς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητό καί κτιστό. Ὁ δέ Κύριος στά εὐαγγέλια λέει πώς τούτη ἡ δόξα δέν εἶναι κοινή μόνο σ᾽ Αὐτόν καί τόν Πατέρα, ἀλλά καί στούς ἁγίους ἀγγέλους, καθώς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νά ὁμολογήσει ἐμένα καί τήν διδασκαλία μου στήν γενεά αὐτή, θά ντραπεῖ καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στήν δόξα Του καί τήν δόξα τοῦ Πατρός καί τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοί λοιπόν πού ἰσχυρίζονται πώς ἡ δόξα αὐτή εἶναι οὐσία, θά δεχθοῦν ὅτι αὐτή εἶναι κοινή οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα πού ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ ἅγιοι μεταξύ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτή τήν δόξα καί βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μέν Πατήρ καί ὁ Υἱός μαζί μέ τό θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσική τούτη τήν δόξα καί βασιλεία, οἱ δέ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἄνθρωποι τήν ἀποκτοῦν κατά χάρη, δεχόμενοι ἀπό ἐκεῖ τήν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτή τήν δόξα, αὐτό ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δέ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνός τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στό Θαβώρ, ἀλλά καί τότε πού τό πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νά μή μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νά τό ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καί αὐτός πού λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στό θνητό πρόσωπό του τήν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθώς καί ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρός τόν Υἱό τήν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τόν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δέν θά ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἄν ἀναφερόταν στόν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καί μία εἶναι ἡ δόξα καί ἡ βασιλεία καί ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ψαλμωδός προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θά εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλά κανείς μέχρι τώρα δέν τόλμησε νά πεῖ ὅτι εἶναι μία καί κοινή ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων. Καί βέβαια κοινή φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στό ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καί τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινή ἡ οὐσία τῆς θεότητας καί τῆς σάρκας, θά τό ἔλεγαν ὁ Εὐτυχής καί ὁ Διόσκορος καί ὄχι αὐτοί πού θέλουν νά εἶναι εὐσεβεῖς. Καί τήν μέν δόξα αὐτή καί λαμπρότητα, ὅπως καί τώρα τήν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θά τήν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νά λάμπει ἀπό ἀνατολή ἕως δύση. Κανείς ὅμως δέν στάθηκε στήν ὑπόσταση καί οὐσία τοῦ Θεοῦ καί εἶδε ἤ περιέγραψε τήν θεία φύση. Καί τό μέν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μέ μέτρο καί ἐπιδέχεται τό μᾶλλον καί ἦττον μεριζόμενο δίχως νά διαιρεῖται, κατά τήν ἀξία αὐτῶν πού τό δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τό μέν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιό πολύ ἀπ᾽ τόν ἥλιο, τά δέ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρά καί λευκά σάν χιόνι. Καί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας στήν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλά κανείς τους δέν ἄστραψε τότε σάν ἥλιος. Καί οἱ ἴδιοι οἱ μαθητές μέρος τοῦ φωτός ἐκείνου εἶδαν, μέρος δέν μπόρεσαν νά ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπόν μετρεῖται καί μερίζεται, δίχως νά διαιρεῖται, τό φῶς ἐκεῖνο καί ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καί ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατά μέρος γνωρίζουμε καί κατά μέρος προφητεύουμε» (Α’ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καί ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καί καμμιά οὐσία δέν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατά τά ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τό νά νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατή στούς κατ᾽ αὐτούς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καί τούς παλαιούς καί τούς σύγχρονους κακοδόξους καί πιστεύοντας, καθώς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καί κοινωνοῦν ὄχι τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά βασιλεία καί δόξα καί λαμπρότητα καί φῶς ἀπόρρητο καί θεία χάρη, ἄς ὁδεύσουμε πρός τήν λάμψη τοῦ φωτός τῆς χάριτος, γιά νά γνωρίσουμε καί νά θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, πού ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόρρητη αἴγλη ἀπό μία τρισυπόστατη φύση. Καί τά μάτια τοῦ νοῦ ἄς ἀνυψώσουμε πρός τόν Λόγο, πού εἶναι τώρα μέ τό σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπό τίς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στά δεξιά τῆς μεγαλωσύνης, σάν ἀπό μακρυνό τόπο μᾶς στέλνει αὐτό τό μήνυμα: «ὅποιος θέλει νά παραστεῖ σ᾽ αὐτή τήν δόξα, ἄς μιμεῖται κατά τό δυνατόν καί ἄς πορεύεται τήν ὁδό καί τήν πολιτεία, τήν ὁποία ὑπέδειξα μέ τόν ἐπίγειο βίο μου».

Ἄς παρατηροῦμε, λοιπόν, μέ τούς ἐσωτερικούς ὀφθαλμούς τό μέγα τοῦτο θέαμα, τήν φύση μας νά ζεῖ αἰωνίως μέ τό ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καί ἀφοῦ ἀποβάλουμε τούς δερμάτινους χιτῶνες, τούς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τά γεώδη καί σαρκικά φρονήματα, ἄς σταθοῦμε σέ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τήν δική του γῆ ἁγία διά τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἀνατάσεως πρός τό Θεό, ὥστε νά ἔχουμε παρρησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεός μέσα σέ φῶς, καί προστρέχοντας νά φωτισθοῦμε καί φωτιζόμενοι νά ζήσουμε αἰωνίως μαζί Του πρός δόξα τῆς τρισήλιας καί μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καί πάντα καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μεταστροφή Κούρδων-Επιστρέφουν στην πατρώα θρησκεία & άλλοι βαπτίζονται Χριστιανοί Ορθόδοξοι

Προτεινόμενο βιβλίο για το καλοκαίρι.

 Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο και κείμενο που λέει "To TIMHMA Joseph Fadelle Εισαγωγή του Μητροπολάτου Αργαλίδος Νεκτάριου Αντωνόπουλου 45 ၁၀၉စု၁၉+"


Στο νέο συγκλονιστικό βιβλίο για τη ζωή και τον αγώνα ενός Μουσουλμάνου που μετεστράφη στο Χριστιανισμό. Ο πόλεμος δύο κόσμων μας παρουσιάζεται ανάγλυφος μέσα από τα λόγια του συγγραφέα που σήμερα πλέον ζει με την οικογένειά του στο Παρίσι. Ο μουσουλμάνος Joseph Fadelle ένιωσε τη θεία χάρη και με συγκλονιστικό αυθορμητισμό αποφάσισε να ακολουθήσει τον Χριστό. Όμως, η ίδια η οικογένειά του έγιναν οι διώκτες και οι καταδότες του. Στο πρόσωπό του αποδείχθηκε αληθινός ο λόγος του Χριστού: «Ο αδελφός θα παραδώσει τον αδελφό του στο θάνατο, ο πατέρας το παιδί του… θα σας μισήσουν οι πάντες για το όνομά μου» (Μάρκ. 13, 12-13). Ο σεβασμός της ελευθερίας του ανθρώπου είναι ακατανόητος για όσους αρνούνται το ανεκτίμητο δώρο του Θεού προς τον άνθρωπο, την ελευθερία. Όμως η βία και η στέρηση της ελευθερίας, είναι ξένα προς το ευαγγέλιο. Γιατί ο δρόμος που δείχνει ο Χριστός δεν είναι άλλος από το δρόμο του παραδείγματος: «Γίνετε μάρτυρές της διδασκαλίας μου… μέχρι τα πέρατα της γης» (Πράξ. 1,  Αυτόν το δρόμο της ελευθερίας επέλεξε ο Joseph Fadelle. Για την πίστη του στον Χριστό έχασε πατρίδα και αδέλφια. Σήμερα ζει ανάμεσά μας και συνεχίζει να πληρώνει το βαρύ τίμημά της. Από τον πρόλογο του Μητροπολίτου Αργολίδος Νεκτάριου (Αντωνόπουλου) «Είμαι σίγουρος πως θα με σκοτώσει ένας μουσουλμάνος… Αλλά δεν θα πάψω να μαρτυρώ την αλήθεια. Γιατί θα σκοτώσουν το σώμα μου, όχι την ψυχή μου.» Ζοζέφ Φαντέλ (Περιοδικό Le Point, 18/11/2010) … αυτό το βιβλίο είναι κυριολεκτικά μια βόμβα. “Το Tίμημα”, αν του αφεθείτε, είναι ένα έργο που θα αποδειχθεί ανεκτίμητο, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Και πρέπει να αφεθείτε, γιατί το βιβλίο αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μαρτυρία. Μιλάει για μια ζωή που αναστατώθηκε, μια ζωή που τινάχτηκε στον αέρα μετά από την συνάντησή της με τον Χριστό. Η ζωή αυτή αγγίζει τα βάθη της ψυχής και της καρδιάς μας, ενώ την ίδια στιγμή γεννά ένα αίσθημα χαράς, θαυμασμού και ντροπής. Χαράς μπροστά στην περιπέτεια μιας μεταστροφής τόσο απίστευτης, θαυμασμού μπροστά στην πίστη που μετακινεί βουνά, ντροπής μπροστά στους φόβους μας, εμάς των ∆υτικών, που καλοπερνούμε κλεισμένοι στον εαυτό μας, όταν την ίδια ώρα οι αδελφοί μας χριστιανοί πεθαίνουν στο Ιράκ ή αλλού υπό τις χειρότερες συνθήκες. Jacques de Guillebon (Περιοδικό La Nef, n°214, Avril 2010) Έχω συνείδηση του κινδύνου, αλλά με χαροποιεί να μαρτυρώ την αλήθεια. Μια απάντηση, που θα μπορούσε να ανήκει στους αποστόλους, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια…. Ζοζέφ Φαντέλ, (Εφημερίδα Le parisien, 24.03.2010) Νομίζω πως είναι πολύ σημαντικό, πρώτα απ’ όλα, να διαχωρίσουμε τους μουσουλμάνους από το Ισλάμ. Οι μουσουλμάνοι είναι η οικογένεια μου, είμαστε ίσοι μέσα στην ανθρωπότητα. Αγαπώ βαθιά τους μουσουλμάνους. Αλλά το Ισλάμ, σαν θρησκεία ή σαν ιδέα, είναι το χειρότερο πράγμα που έχει δημιουργήσει η ανθρωπότητα. Είναι η μόνη θρησκεία που διατάζει να σκοτώσεις τον άλλο. … φωνάζω την αλήθεια μου, που είναι η Αλήθεια, ο Χριστός… Αυτή η αλήθεια δεν σκοτώνει, αγαπά. … Ο Χριστός είναι ανεκτικότητα: κανείς άλλος, μόνο Εκείνος καλεί να αγαπάμε τους εχθρούς μας. (Από συνέντευξη του Ζοζέφ Φαντέλ, 20.08.2011) Το βιβλίο αυτό διαβάζεται εύκολα. Τολμώ να πω πως διαβάζεται σαν μυθιστόρημα ενώ είναι μια αληθινή ιστορία. Μια μαρτυρία που παιδαγωγεί. Διαβάζοντάς το, δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε ούτε αδιάφοροι, αλλά ούτε και χλιαροί Χριστιανοί. Ευχαριστώ τον Ζοζέφ Φαντέλ για την, με κίνδυνο της ζωής του, μαρτυρία του. Ζαν – Πιέρ Τελλιέ, 23.07.2011

Στην κορυφή του Άθω για την αγρυπνία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

– Γέροντα, πώς είναι το άκτιστο φώς;

Μπορεί να είναι εικόνα 1 άτομο 
 
– Που να ξέρω; Εγώ στο Καλύβι έχω μια κτιστή σόμπα που την ανάβω, για να ζεσταθώ. Αν θέλω φώς, ανάβω ένα κερί και βλέπω!
Ποτέ να μη ζητάη κανείς φώτα ή χαρίσματα του Θεού, αλλά μόνο μετάνοια, η οποία θα φέρη την ταπείνωση, και μετά ο Καλός Θεός θα του δώση ό,τι έχει ανάγκη. Πήγα μια φορά να δώ τον πατέρα Δαβίδ τον Διονυσιάτη. Έμενε σε ένα κελλί, μέσα στα κουρέλια, μέσα στο σκοτάδι. Αλλά μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό κελλί, εκείνος ζούσε μέσα στο φώς. Ήταν πολύ προχωρημένος στην ευχή, είχε φθάσει σε μεγάλη πνευματική κατάσταση. Τρόμαξα να του βγάλω κάτι! «Αυτά δεν λέγονται, δεν λέγονται», έλεγε. Ξέρεις τί θα πη μέσα στο σκοτάδι να βλέπης φώς, χωρίς να έχης φώς; Να είσαι μέσα στα κουρέλια, και να βρίσκεσαι μέσα στα παλάτια του Θεού!
«Για να λάβης πνεύμα, πρέπει να δώσης αίμα»* . Όταν ήμουν στο Κοινόβιο, μια Μεγάλη Σαρακοστή προσπάθησα να το εφαρμόσω. Δεν υπολόγισα καθόλου τον εαυτό μου, τράβηξα το σχοινί μέχρι που τεντώθηκε τελείως. Ένιωθα τόση κούραση, που έπεφτα στον δρόμο και παρακαλούσα τον Θεό να με βοηθήση να σηκωθώ λιγάκι, για να μη με δούν οι άνθρωποι και πούν: «Νά, οι καλόγεροι πέφτουν από την άσκηση». Το ένιωθα κάθε μέρα σαν μαρτύριο. Την Πέμπτη προ του Λαζάρου, το βράδυ, ενώ προσευχόμουν στο κελλί, ένιωσα μια γλυκύτητα, μια αγαλλίαση, κι ένα φως με έλουσε· από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα, ένα γλυκό κλάμα. Αυτό κράτησε είκοσι με τριάντα λεπτά και με τόνωσε πολύ, με έτρεφε πνευματικά για δέκα χρόνια.
Όταν ρώτησα τον Γερο-Πέτρο** γι’ αυτό, μου είπε: «Εγώ συνέχεια ζώ τέτοιες θείες καταστάσεις. Εκείνη την ώρα που με επισκέπτεται η θεία Χάρις, η καρδιά μου θερμαίνεται γλυκά από την αγάπη του Θεού, και ένα φως παράξενο με φωτίζει εσωτερικά και εξωτερικά· νιώθω το πρόσωπό μου να φωτίζη. Φωτίζεται ακόμη και το κελλί μου. Βγάζω τότε το σκουφί μου, σκύβω ταπεινά το κεφάλι μου και λέω στον Χριστό: “Χριστέ μου, χτύπησέ με με το κοντάρι της ευσπλαγχνίας Σου στην καρδιά μου”. Από την πολλή ευγνωμοσύνη τα μάτια μου τρέχουν συνέχεια γλυκά δάκρυα και δοξολογώ τον Θεό. Τότε όλα σταματάνε, γιατί νιώθω πολύ κοντά μου τον Χριστό και δεν μπορώ πια να ζητήσω τίποτε· σταματάει και η προσευχή, το κομποσχοίνι δεν μπορεί να γυρίση».
 
*Βλ. Το Γεροντικόν, εκδ. «Αστήρ», Αθήναι 1981, Αββάς Λογγίνος ε΄, σ. 63.
**Βλ. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, σ. 64-73.
Ἁγ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής», Περι προσευχης 7 μερος

''Τό άσχετον τής σής φωτοχυσίας''

                                              

❝ ἄσχετος ❞
(δύσκολες λέξεις & φράσεις της υμνογραφίας)

 Η αρχική σημασία της λέξης είναι «ασυγκράτητος, ακατάσχετος», < ἀ- στερητ. + *σχετός (ρηματικό επίθ.) < θ. σχ-, από όπου και αόρ. β΄ ἔ-σχ-ον, ρ. ἔχω.
Μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα τη λέξη μέσω της λ. επίσχεση «διακοπή / συγκράτηςη (πχ ~ εργασίας // ΙΑΤΡ ~ ούρων κλπ). H σημερινή σημ. είναι ελληνιστική.
Ειδικά στον παρακάτω ύμνο νομίζουμε σημαίνει ειδικότερα «που δεν μπορείς να το αντέξεις»

 Τὸ ἄ σ χ ε τ ο ν τῆς σῆς φωτοχυσίας
καὶ ἀπρόσιτον τῆς Θεότητος,
θεασάμενοι τῶν Ἀποστόλων οἱ πρόκριτοι
ἐπὶ τοῦ ὄρους τῆς Μεταμορφώσεως,
ἄναρχε Χριστέ,
τὴν θείαν ἠλλοιώθησαν ἔκστασιν [...]
(ιδιόμελο Μεταμορφώσεως)

Τρίτη 5 Αυγούστου 2025

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΒΩΡΙΟΥ ΦΩΤΟΣ

Μπορεί να είναι εικόνα 3 άτομα

«Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου»

Άγιος Σωφρόνιος

Και ούτω (με το Βάπτισμα και το Χρίσμα) κατέστημεν σκήνωμα του Θεού του Υψίστου, τα δε σώματα ημών ναός του Αγίου Πνεύματος.

Και ιδού, παρά ταύτα, είμεθα πτωχοί των πνεύματι. Εντός των ορίων της γης υπάρχει ακόρεστος πείνα και άσβεστος δίψα Θεογνωσίας, διότι ο αγών ημών είναι να φθάσωμεν τον Άφθαστον, να ίδωμεν τον Αόρατον, να γνωρίσωμεν τον επέκεινα πάσης γνώσεως. Η ορμή αύτη αυξάνει ακαταπαύστως εις έκαστον άνθρωπον, όταν το Φως της Θεότητος ευδοκήση να καταυγάση αυτόν, έστω και δια τινος αμυδράς προσεγγίσεως Αυτού, διότι τότε εις τους νοερούς ημών οφθαλμούς αποκαλύπτεται εν ποία αβύσσω διαμένομεν. Η όρασις αύτη καταπλήττει όλον τον άνθρωπον, και τότε η ψυχή αυτού δεν γνωρίζει ανάπαυσιν και δεν δύναται να εύρη αυτήν, μέχρις ότου ελευθερωθή πλήρως από του περικρατούντος αυτήν σκότους, μέχρις ότου το Φως τούτο πληθυνθή εν τη ψυχή και ενωθή μετ’ αυτής τοσούτον ώστε Φως και ψυχή να γίνουν έν, προκαταγγέλον την θέωσιν ημών εν τη Θεία δόξη.

Εις τοιαύτας ώρας μαρτυρικής παραμονής εν τοις ορίοις μεταξύ του έλκοντος προς εαυτό Απροσίτου Φωτός της Θεότητος και της απειλητικής αβύσσου του σκότους … ενδυναμωθώμεν δια της κραταιάς ελπίδος εις Εκείνον, Όστις δια της παλάμης Αυτού βαστάζει ακόπως πάσαν την κτίσιν. Ενθυμηθώμεν ότι εν τη ζωή ημών πρέπει να επαναληφθή ομοιοτρόπως παν ό,τι ετελέσθη εν τη ζωή του Υιού του Ανθρώπου, δια να ελευθερωθώμεν από παντός φόβου και ολιγοψυχίας. Η οδός είναι κοινή εις πάντας ημάς κατά τον λόγον Αυτού του Χριστού: «Εγώ ειμι η οδός»· ως εκ τούτου δεν είναι και μοναδική, διότι «ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα, ει μη δι’ Εμού».

… εν αληθεία κατέστη όμοιος προς ημάς άνθρωπος και εν τη σαρκί ημών εφανερώσε την Θείαν τελειότητα, υπολιμπάνων Εαυτόν υπογραμμόν δι’ ημάς, τον οποίον πολλοί προφήται και δίκαιοι «επεθύμησαν ιδείν». Τούτο δε οφείλομεν νυν να πραγματοποιήσωμεν ημείς, έκαστος εν τη ζωή αυτού, ώστε δια της ομοιώσεως προς τον Χριστόν, κατά την εικόνα της επιγείου ζωής Αυτού, να καταστώμεν όμοιοι Αυτώ και κατά την εικόνα της Θείας υπάρξεως.

Παρακαλώ υμάς, όπως μη ολιγοψυχήσωμεν ακούοντες τους λόγους της διδαχής ταύτης … αύτη είναι η ορθόδοξος πίστις και η ασάλευτος ελπίς, η οποία δεν θα καταισχυνθή, διότι θεμέλιον αυτής είναι η αψευδής μαρτυρία του Κυρίου. Και εάν νόθος ταπείνωσις θελήση να ονομάση τούτο υπέρμετρον παρρησίαν ή εισέτι και μωρίαν, τότε μνησθώμεν του Αποστόλου Παύλου, όστις αποκόπτων αφ’ ενός μεν την ολιγοψυχίαν, αφ’ ετέρου δε την παράλογον υπερηφανίαν του σαρκικού φρονήματος, λέγει ότι «ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας», απορρίπτων την σύνεσιν των συνετών, και μεταβάλλων εις μωρίαν την σοφίαν του κόσμου τούτου. Καθ’ εκάστην ημέραν η πείρα της ανθρωπότητος δεικνύει σταθερώς εις ημάς ότι οι «σοφοί και συνετοί» του αιώνος τούτου δεν δύνανται να ακολουθήσουν τον Χριστόν ούτε εις το Θαβώρ, ούτε εις τον Γολγοθάν, ούτε εις το όρος των Ελαιών. Ούτως αγαπητοί δεύτε, και δια της δυνάμεως της πίστεως αναβώμεν εις το «όρος Κυρίου», σταθώμεν αοράτως εν τη πόλει του Ζώντος Θεού, και μετάρσιοι τω πνεύματι ίδωμεν την άυλον Θεότητα του Πατρός και του Πνεύματος εν τω Μονογενεί Υιώ απαστράπτουσαν. Αναβώμεν ουχί μετά υπερηφάνου παρρησίας, αλλά μετά φόβου και τρόμου, ως ανάξιοι της αναβάσεως και οράσεως ταύτης, εν τούτοις όμως, μετ’ ελπίδος ότι και «ημίν τοις αμαρτωλοίς», κατά την άμετρον αγαθότητα του Ουρανίου Πατρός, «θα λάμψη το αΐδιον Φως» της Θεότητος, η άστεκτος λάμψις του οποίου έρριψε πρηνείς επί του Θαβώρ τους εκλεκτούς Αποστόλους.

Αλλ’ ημέραν τινά, κατόπιν εκτενούς, κατά την διάρκειαν πολλών μηνών, διαπύρου προσευχής συνοδευομένης υπό βαθείας λύπης δια την αθλιότητα αυτού, το φως τούτο κατέβη ιλαρώς επ’ αυτόν και παρέμεινε μετ’ αυτού τρεις ημέρας. Κατ’ αυτάς τας ημέρας ησθάνετο εαυτόν εναργώς εκτός θανάτου. Η χαρά της εκ νεκρών αναστάσεως επλήρου τότε την ψυχήν αυτού. Εσωτερικώς ωνόμαζε το φως εκείνο «πρωΐαν αναστάσεως», διότι ήτο τούτο ιλαρόν, ως εαρινή πρωΐα. Κατ’ εκείνον τον καιρόν έζη ούτος μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι διήγον τον συνήθη εις πάντας κοπιώδη βίον. Μετά πάροδον ετών εκ του γεγονότος τούτου, ότι ούτος ήτο ήδη μοναχός, και αργότερον λειτουργός, πολλάκις συνέβαινεν η προσευχή αυτού να μεταβάλληται εις θεωρίαν φωτός, ούτως ώστε να μη αισθάνηται τότε ούτε το σώμα αυτού, ούτε τον περιβάλλοντα αυτόν υλικόν κόσμον.

Το φως τούτο φανερούται ως καθαρά άνωθεν ευδοκία. Έρχεται κατ’ αρχήν απροσδοκήτως, ήτοι όταν η ψυχή ουδόλως λογίζηται περί αυτού ότι θα έλθη, ή εισέτι ότι υπάρχει. Άγνωστον έως τότε, φέρει δια της ελεύσεως αυτού, εις την ψυχήν γλυκείαν απορίαν, και κατάπληκτος αύτη αγνοεί εισέτι περί του τις ή τι εφανερώθη εις αυτήν, αλλ’ αισθάνεται εαυτήν κατ’ εκείνην την ώραν ως δέσμιον, όστις εξάγεται εκ του ζοφερού σκότους της φυλακής προς τας απεράντους εκτάσεις, τας φωτιζομένας υπό του ηλίου.

Έλεγεν ωσαύτως ο ανήρ ούτος: «Καίτοι το Θείον Φως μένει πάντοτε κατά την φύσιν αυτού αναλλοίωτον, όμως αι ενέργειαι αυτού, τουτέστιν εκείνο το οποίον γεννά εν τω ανθρώπω, ποικίλλουν. Ενίοτε προσλαμβάνεται ως αίσθησις ιλαράς αγάπης Χριστού· ενίοτε ως συμπαράστασις Θείας Δυνάμεως· άλλοτε ως ανεκλάλητός τις κίνησις της αιωνίου ζωής εντός του ανθρώπου· και άλλοτε πάλιν ως φως συνέσεως ή υπερνοητή νοερά όρασις του Θεού. Άμετρος όμως είναι η αγαθότης του Κυρίου και συμβαίνει ώστε η αγάπη Αυτού να εκχέηται έτι αφθονώτερον. Τότε το Θείον Φως πληροί όλον τον άνθρωπον, ούτως ώστε και αυτός γίνεται όμοιος προς το φως· και τότε εκείνο το οποίον βλέπει, είναι αδύνατον να κληθή άλλως πως, ει μη φως – καίτοι το Φως τούτο κατά την φύσιν αυτού είναι εντελώς διάφορον του φωτός του ορατού ηλίου».

… τοσούτον εξηφάνισε τας παραστάσεις αυτών εκ των παρερχομένων μορφών του κόσμου τούτου, ώστε ούτοι και Αυτόν τον Χριστόν δεν έβλεπον πλέον κατά σάρκα. Εισαχθέντες δια του Αγίου Πνεύματος εις την θεωρίαν της απεριγράπτου Θεότητος του Ιησού Χριστού, ήκουσαν ούτοι κατ’ εκείνην την ώραν της αΰλου και απροσίτου φωνής του Πατρός:

Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων επί του όρους της Μεταμορφώσεως, εν τούτοις, ουχί εισέτι τελεία, διότι τότε δεν ήσαν έτι ικανοί να δεχθούν άπαν το πλήρωμα και την τελειότητα του εμφανισθέντος εις αυτούς Φωτός, … «καθώς ηδύναντο» «καθώς εχώρουν».

Μεγίστη και υψηλή υπήρξεν η όρασις των Αποστόλων, αλλά τότε εισέτι ατελώς αφωμοιώθη υπ’ αυτών και δια τούτο παρέμειναν δυναταί εκείναι αι ταλαντεύσεις, τας οποίας υπέστησαν ούτοι κατά τας ημέρας του Γολγοθά· και μόνον βραδύτερον ο Πέτρος αναφέρεται εις αυτήν ως εις μαρτυρίαν της αληθείας.

Ατελής ήτο εισέτι η όρασις των Αποστόλων επί του Θαβώρ, και εν τούτοις ήτο τοσούτον μεγάλη και γνησία η θεωρία της «υπερουσίου ευπρεπείας» και του «προαιωνίου κεκρυμμένου μυστηρίου», ώστε ούτε η όρασις του Μωϋσέως επί του Σινά, ούτε η ομοία αυτής του Ηλία επί Χωρήβ, έφθασαν το ύψος και την τελειότητα αυτής, την οποίαν παρατηρούμεν εις τους λόγους της εκκλησιαστικής ωδής:

… διαλογιζόμενος εν εαυτώ: «Δεν έχω αυτήν την τύχην». …

Όσω ημείς δεν αξιούμεθα της οράσεως της μεγαλοπρεπούς δόξης της Θεότητος, επί τοσούτον δια της πλέον πιστής εσωτερικής κινήσεως του πνεύματος ημών θα υπάρχη έλεγχος ημών αυτών. Και εάν η ψυχή ημών είναι ανδρεία, τότε θα είπωμεν: Δια τας αδικίας μου εστερήθην του δώρου τούτου, διότι «ο πορευόμενος εν δικαιοσύνη και λαλών ευθείαν οδόν … ούτος οικήσει εν υψηλώ … και τον Βασιλέα μετά δόξης όψεται» (Ησ. λγ’ 15-18}. Παρά ταύτα μη δότε τόπον εις την απόγνωσιν· αντιθέτως ενθαρρύνθητε και εν μετανοία πενθήσατε περί εαυτών. Απορρίψατε τον άδικον λογισμόν, ότι τούτο είναι των εκλεκτών μόνον κλήρος, ο οποίος δύναται να φονεύση εντός ημών την αγίαν ελπίδα. Η αλήθεια, εις την οποίαν είναι αναγκαίον να στερεωθή η καρδία ημών είναι ότι ο Κύριος ουδένα «ερχόμενον προς Αυτόν εκβάλλει έξω» και απορρίπτει (Ιωάν. στ΄ 37}. Πάντες ημείς, άνευ εξαιρέσεως … εκλήθημεν εις την ιδίαν τελειότητα … Ερευνήσατε μετά προσοχής όλην την ακολουθίαν της Εορτής και θα ίδητε μετά ποίας δυνάμεως η Εκκλησία προσκαλεί και πείθει πάντας προς ανάβασιν εις το αψηλάφητον Όρος της νοεράς Θεοπτίας, δεικνύουσα ούτω σαφώς ότι ουχί μόνον κατά την αρχαιότητα, ουχί μόνον εις τους Αποστόλους ηυδόκησεν ο Κύριος να φανερώση την «αυγήν» της Θεότητος Αυτού, αλλά και κατά την διάρκειαν πάντων των αιώνων, έως έτι και των ημερών ημών, δεν έπαυσε και ουδέποτε θα παύση κατά την επαγγελίαν Αυτού να εκχέη την ιδίαν εκείνην δωρεάν επί τους ακολουθήσαντας Αυτόν εξ όλης καρδίας.

metswfr

Εκτός της νόθου ταπεινώσεως – «τούτο δεν είναι δι’ εμέ» –, εκτός της αδικαιολογήτου απογνώσεως, ήτις γεννάται εκ της ακηδίας και της ηδυπαθείας, φραγμός προς την θεωρίαν του Ακτίστου Φωτός αποβαίνει εισέτι και η τολμηρά έφεσις «όπως ίδωμεν τον Θεόν», και περιπτυχθώμεν Αυτόν δια της σκέψεως ημών, ως να ηθέλομεν να διεισδύσωμεν μετά δυνάμεως εις τα μυστήρια και εις τα έγκατα του Θείου Είναι και να δεσπόσωμεν Αυτού δια του νοός, ως να επρόκειτο περί αντικειμένου της γνώσεως ημών. Είναι δύσκολον να εύρωμεν λέξεις προς χαρακτηρισμόν της πνευματικής ουσίας αυτής της υπερηφάνου αξιώσεως του νοός ημών, αλλ’ είναι σπουδαίον δι’ ημάς να γνωρίσωμεν ότι εις παρομοίας περιπτώσεις συναντώμεν ουχί «φωτεινήν νεφέλην», αλλά γνόφον και σκότος, αποκρύπτοντα τον Θεόν.

Όταν προσηλούμεν τους οφθαλμούς του νοός ημών απ’ ευθείας εις τον Ήλιον του Προαιωνίου Είναι, όπως ίδωμεν Αυτόν καθώς εστι, τότε οι οφθαλμοί ημών καταφλέγονται και αποτυφλούνται υπό του απροσίτου και εκτυφλωτικού Φωτός της Θεότητος, καθ’ όν τρόπον αποτυφλούνται και καταφλέγονται οι φυσικοί ημών οφθαλμοί, όταν γυμνοί, υπό ουδενός προστατευόμενοι, στρέφωνται κατ’ ευθείαν προς τον ήλιον. … «ιστάμενα κύκλω του Θρόνου του Υψίστου τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσί πτέρυξι κατακαλύπτοντα τα πρόσωπα αυτών».

Και γνωριζόμενος και ορώμενος ο Θεός αναλλοιώτως διαμένει υπέρ πάσαν γνώσιν και όρασιν. Η απεριόριστος αύτη υπερβατικότης του Θεού εν τη «μυστική» γλώσση της θεολογίας καλείται «γνόφος». Η Καινή Διαθήκη ουδαμού χρησιμοποιεί δια τον Θεόν την λέξιν «γνόφος». Λέγει εις ημάς ότι «Ο Θεός Φως εστι και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία». Περί της υπερβατικότητος Αυτού και συνεπώς της τελείας «αορασίας», της τελείας «αγνωσίας» Αυτού η Καινή Διαθήκη λέγει τα εξής: «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε» … Ότε ανεφάνησαν οι φιλόσοφοι και οι αιρετικοί, οι υποστηρίζοντες την δυνατότητα πλήρους γνώσεως του Θεού, τότε οι Άγιοι Πατέρες, δια να εκριζώσουν την ασύνετον ταύτην ιδέαν επέστρεψαν εις Παλαιοδιαθηκικάς εικόνας και γλώσσαν:

Ούτω δια να πλήξουν ισχυρότερον την συνείδησιν των ασόφων σοφών, οι Πατέρες προσέφυγον εις την έννοιαν του «γνόφου», δια του οποίου ο Σοφός Νομοθέτης Μωϋσής συνεκράτει τον λαόν αυτού, εισέτι άπειρον της Θεογνωσίας, από της ασυνέτου εξάρσεως της ιδέας του «κατανοήσαι» τον Θεόν· και δια να μη παρεκκλίνουν από της Καινοδιαθηκικής Αποκαλύψεως, οι Πατέρες ωνόμασαν τον γνόφον τούτον «υπέρφωτον».

Η αληθής οδός προς θεωρίαν του Θείου Φωτός διέρχεται δια μέσου του έσω ανθρώπου. Όλη η σκέψις ημών, όλη η δύναμις της επιθυμίας ημών, οφείλουν να κατευθύνωνται μόνον προς το «τηρήσαι την εντολήν του Θεού άσπιλον και ανεπίληπτον» (Α’ Τιμ. στ΄ 14}. Τότε το Θείον Φως, καθώς έδειξεν η πείρα των αιώνων, «πολυμερώς και πολυτρόπως» επισκέπτεται τον άνθρωπον. Και ουδείς δύναται να είπη ποτέ περί των ορίων της ευδοκίας του Θεού προς ημάς, διότι αύτη κείται εν αληθεία πέραν παντός ορίου. Οσονδήποτε και εάν τείνει ο άνθρωπος προς τον Θεόν, οσονδήποτε και εάν φλέγηται υπό της αγάπης προς Αυτόν, και πάλιν αι εκχύσεις του Φωτός θα παραμείνουν πέραν παντός ορίου και αριθμού, διότι δεν υπάρχει τέλος εις αυτάς, και όταν εισέτι το φως υπερβαίνη τας δυνάμεις της φύσεως ημών να υπομείνη την λάμψιν αυτού. Και ο μοναδικός δυνατός λόγος, η μοναδική επικύρωσις, ως προς πάντα ταύτα είναι ότι «ο Θεός Φως εστι, και σκοτία εν Αυτώ ουκ έστι ουδεμία», και ότι «Αυτός οικεί εν απροσίτω Φωτί» και εμφανίζεται πάντοτε εν τω φωτί και ως φως.

«Τι ποιήσω ίνα ζωήν αιώνιον κληρονομήσω»;

Και εδόθη εις εμέ η απάντησις:

Προσεύχου, ως ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, όστις επί έτη εβόα, «Κύριε, φώτισόν μου το σκότος», και εισηκούσθη.

Προσεύχου δια των λόγων της εκκλησιαστικής ωδής, «Λαμψάτω, ώ Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον», και ενδυναμού εν τη πίστει, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται περί αδυνάτων πραγμάτων.

Εν συνεχεία ο ανήρ εκείνος ως να απέκλειε την δυνατότητα ότι τοιαύτη προσευχή θα παραμείνη άνευ της άνωθεν απαντήσεως, κατέκλεισε τον λόγον αυτού ως εξής:

«Όταν γνωρίση η ψυχή σου τούτο το φως, τότε, όταν συμβή να στερήται τούτου, θα φλέγηται δι’ αυτό και μιμούμενος τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον θα ζητής αυτό και θα κράζης προς αυτό:

Ελθέ, το φως το αληθινόν.

Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος.

Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις.

Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις.

Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις.

Ελθέ, Πανάγια Βασιλεύ.

Ελθέ, και σκήνωσον εν ημίν,

και μείνον αδιαστάτως εν ημίν,

και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν

εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

Πηγή: Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 1996, σ. 172-188.

Το Όρος Θαβώρ στην κορυφή του οποίου ο Θεάνθρωπος φανέρωσε στους Τρεις Μαθητές Του την Θεϊκή Του Δόξα που έκρυβε η Ενσάρκωση Του.

 Μπορεί να είναι εικόνα κρατήρας και βουνό

Βρίσκεται ανατολικά της Ναζαρέτ και η σημερινή του ονομασία είναι Γκέμπελ-εττόρ.
Αυτό το Όρος θεωρούνταν μολυσμένο γιατί η κορυφή του κατά την αποστασία του Λαού Ισραήλ από τον Αληθινό Θεό, είχε καταντήσει κέντρο ειδωλολατρικών οργίων.
Μετά την Μεταμόρφωση όμως, ο κατοικών φως απρόσιτον το αγίασε με την Θεϊκή Του Παρουσία και ο Απόστολος Πέτρος, στην Β' Επιστολή του, κεφ.α' 18, το ονομάζει πλέον Άγιον Όρος.
Σε αυτή την Επιστολή του ομολογεί ο Απόστολος Πέτρος και λέγει αυτό που βίωσε πάνω στο Όρος Θαβώρ:
"Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν͵ ἀλλ΄ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. λαβὼν γὰρ παρὰ θεοῦ πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης͵ Ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός μου οὗτός ἐστιν͵ εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα. καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει"
 

Χρήστος Κλητσινάρης

 

Ζητά η ψυχή να μεταμορφωθεί...

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Ζητά η ψυχή να υψωθεί στο απρόσκοπτο Φως!
Δεν μετριούνται τα ψηλώματα που ποθεί να πατήσει!
Ζητά να μεταμορφωθεί στον παρόντα κόσμο, να προγευτεί την μέλλουσα αιώνια λαμπρότητα!
Τα υψώματά της απρόσμενα εμφανίζονται στην πορεία της! Ποθεί να τα ανέβει και να μείνει εκεί!
Δεν χρειάζεται τίποτε άλλο από το να ατενίζει τη δόξα του Κυρίου!
Να κραυγάσει το καλόν υμάς εστίν ώδε είναι!
Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι…
Στην στιγμή που για πρώτη φορά φωταγωγήθηκε η ψυχή μας με το αναλλοίωτο το φως…
Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι…
Τότε που για ελάχιστα νοιώσαμε αγάπη αληθινή, του Σταυρωμένου την αγάπη, που χώραγε μέσα της…δήμιους και διώκτες…
Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι…
Όταν στου πετραχηλιού τα κρόσσια αφήσαμε λυτρωτικά να κυλήσουν διαμάντια καρδιοστάλαχτα , ξαναφορώντας τον χιτώνα τον πρώτο μας τον Φωτεινό…
Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι Κύριε…
κάτω απ την Θεϊκή Σου Νεφέλη που επισκιάζει του μισεμού τον φόβο , της αμαρτίας το πηχτό σκοτάδι…
᾽Εγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε! είπες Κύριε…
κι ευχήθηκα το ταξίδι το αιώνιο του καθενός παιδιού Σου ν ΄αρχίσει μ ένα Σου πρόσταγμα ξανά, στης δικής του Μεταμόρφωσής την ιερή την ώρα… νυν απολύεις στερνά ανασαίνοντας…
Σε τέτοια υψώματα θα ανέβουμε αδελφοί μου!
Νοσταλγώντας ακόμα και όσα δεν ζήσαμε ποτέ! Παραμονές Μεταμορφώσεως στην κορυφή του Άθωνα και στο Θαβώρ, με ένα κομμάτι Νεφέλης στο χέρι και στον Χριστό στο Κάστρο του κυρ Αλέξανδρου, με καλοκαιρινό πρίμο καιρό, σε αγρυπνία του αρχαίου κόσμου! Όρη μεταμορφώσεως παντού μας περιμένουν! Η θλιβερή αγνωσία του Θεού σαν παχυλή αχλύ τα κρύβει!
Η γνώση και η συνεχής προσπάθεια για επίγνωσή Του, σαν νεφέλη φωτεινή τα φανερώνει μπροστά στα έκθαμβα μάτια μας! Λάμπει η μεγάλη γιορτάδα του Δεσπότη Σωτήρος Χριστού μέσα στο δεκαπεντάρι της Παναγίας Μητέρας μας!
Λάμψον και ημίν τοις αμαρτωλοίς το Φως Σου το αϊδιον!
Νώντας Σκοπετέας

Γιατί ΠΗΓΑΙΝΟΥΝ οι ΤΟΥΡΚΟΙ στα ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ;ΧΑΛΚΗ - Το Αγαπημένο μου Νησί

«Τίμα Τον Κύριον από των απαρχών των γεννημάτων σου»

Γράφει ο π. Αυγουστίνος Βλάχος

  Λίγο πριν πάμε να παραλάβουμε τα σταφύλια που θα ευλογηθούν αύριο στον ναό μας για τη μεγάλη δεσποτική εορτή της Μεταμορφώσεως Του Χριστού, σκέφτομαι πως υπάρχουν κάποιες στιγμές στον χρόνο που, όσο κι αν επαναλαμβάνονται, δεν χάνουν ποτέ τη σημασία τους. Και η ευλογία των σταφυλιών στη γιορτή της Μεταμορφώσεως είναι μία απ' αυτές. Δεν είναι κάτι φανταχτερό. Δεν έχει θόρυβο, δεν έχει εντυπωσιασμό. Έχει όμως σιωπή, τάξη και μυστήριο. Έχει το άγγιγμα Του Θεού πάνω στα πρώτα γεννήματα της γης.


Και επειδή από πολλούς τέτοιες μέρες μας τίθενται ερωτήματα για αυτές τις ευλογημένες συνήθειες, αισθάνθηκα την ανάγκη να δούμε τι σημαίνει να παίρνεις ένα τσαμπί σταφύλι και να το φέρνεις μπροστά στον Χριστό; Ποιο είναι το βάρος αυτής της απλής κίνησης, που γίνεται εδώ και αιώνες, σ' όλα τα μήκη και πλάτη της Ορθοδοξίας; Πότε ξεκίνησε; Ποιος τη δίδαξε; Και, κυρίως, ποια ψυχή την κράτησε ζωντανή;

Αν ανοίξει κανείς την Παλαιά Διαθήκη, θα δει πως ο Θεός ζητούσε πάντοτε τις «απαρχές», δηλαδή τους πρώτους καρπούς της γης. Το πρώτο στάχυ, το πρώτο σύκο, το πρώτο τσαμπί σταφυλιού. Όχι βεβαίως γιατί τα είχε ανάγκη. Αλλά για να μάθει ο άνθρωπος να θυμάται. Τι να θυμάται; Πώς ό,τι καλό έχει, το έλαβε. Κι ό,τι κρατάει στα χέρια του, είναι δώρο, όχι ιδιοκτησία. 
«Τίμα Τον Κύριον από των απαρχών των γεννημάτων σου», λέει στις Παροιμίες. Κι αυτή η αρχή, της ευγνωμοσύνης και της επιστροφής του δώρου στον Δοτήρα, δεν έπαυσε με Τον Χριστό. Αντίθετα, ο ίδιος ο Χριστός ονομάζεται «απαρχή των κεκοιμημένων», δηλαδή ο πρώτος καρπός της Αναστάσεως, από τον οποίο θ' ακολουθήσουν όλοι όσοι πιστεύουν.

Η Εκκλησία, από τα πρώτα της βήματα, συνέχισε αυτή την πνευματική στάση. Οι Αποστολικές Διαταγές, ένα από τα αρχαιότερα εκκλησιαστικά κείμενα, περιλαμβάνουν ευχές για την ευλογία των καρπών. Και οι κανόνες των Αποστόλων καθορίζουν ρητά ποιοι καρποί μπορούν να προσφέρονται: Στάρι, σταφύλια, ελιές. Εκείνα δηλαδή από τα οποία γεννιέται το ψωμί, το κρασί και το λάδι. Τα υλικά που γίνονται μέσα μυστηριακής ζωής. Γιατί το στάρι θα γίνει Άρτος Ευχαριστίας. Το σταφύλι θα γίνει Οίνος που θα μεταβληθεί σε Αίμα Χριστού. Και το λάδι θα φωτίσει τα καντήλια και θα χρίσει τον άνθρωπο στον αγώνα του.

Δεν είναι τυχαίο πως ένας από τους μεγαλύτερους κανονολόγους της Εκκλησίας, ο Θεόδωρος Βαλσαμών, ερμηνεύοντας αυτούς τους κανόνες, γράφει ότι τα σταφύλια επιτρέπονται στον ναό όχι απλώς ως καρποί της γης αλλά επειδή απ' αυτά προέρχεται το κρασί που θα μπει στο Άγιο Ποτήριο. Είναι σαν να λέει: Κάθε τσαμπί σταφυλιού περιέχει μέσα του έναν ολόκληρο λειτουργικό κόσμο. Δεν είναι μόνο τροφή. Είναι δυνατότητα Θείας Μεταβολής.

Στο Βυζάντιο, αυτό το κατάλαβαν καλά. Έχουμε μαρτυρίες ήδη από τον 7ο αιώνα ότι ο αυτοκράτορας συγκέντρωνε τα πρώτα σταφύλια και περίμενε τον Πατριάρχη να τα ευλογήσει και να τα διανείμει. Κι απ' τον 10ο αιώνα και εξής, εμφανίζονται στα λειτουργικά βιβλία ειδικές ευχές για την ευλογία των σταφυλιών, που διαβάζονται αποκλειστικά στη γιορτή της Μεταμορφώσεως.

 Σε τυπικά μεγάλων μοναστηριών, όπως του Αγίου Σάββα, γράφεται καθαρά ότι εκείνη την ημέρα επιτρεπόταν να καταλύσουμε σταφύλια, προφανώς αφού πρώτα ευλογηθούν. Μάλιστα, το Τυπικό του Ρήγα, ένα μοναστηριακό τυπικό της παράδοσης των κολλυβάδων, καθορίζει ακόμη και το πότε: Μετά την «οπισθάμβωνον» ευχή της Θείας Λειτουργίας, ο ιερέας στέκεται μπροστά στην εικόνα Του Χριστού και ευλογεί τις παρατεθειμένες σταφυλές, όπως γίνεται σήμερα.

Η παράδοση αυτή δεν έμεινε στα βιβλία. Έγινε ζωή. Κι αυτή η ζωή συνεχίζεται.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ο κόσμος εξακολουθεί να φέρνει τα πρώτα σταφύλια στον ναό για να ευλογηθούν. Στην Κρήτη, τα πηγαίνουν από το προηγούμενο βράδυ και τα αφήνουν μπροστά στο ιερό μαζί με βασιλικό. Την άλλη μέρα ευλογούνται και μοιράζονται με το αντίδωρο. Κάποιοι ρίχνουν τα ευλογημένα σταφύλια στο βαρέλι του τρύγου, για να έχει το κρασί τη χάρη του Θεού. Στη Λέσβο, το ίδιο. Στην Πιερία, παλιότερα, το πρώτο τσαμπί κρεμιόταν στην εικόνα Του Χριστού, τάμα ευχαριστίας και προσδοκίας.
  Η ευχή που διαβάζεται είναι όμορφη και με βάθος. Ζητά από Τον Θεό ν' αγιάσει τον καρπό και να τον κάνει πηγή ευφροσύνης στους πιστούς. Και στην τελευταία φράση, λέει πως αυτά τα σταφύλια είναι δώρο «εις εξιλασμόν αμαρτιών δια του ιερού και αγίου Σώματος και Αίματος Του Χριστού Σου». Δηλαδή, τα πρώτα σταφύλια δεν είναι απλώς ένας καρπός για να ευφρανθούμε. Είναι προσφορά ευχαριστίας. Και καθώς ευλογούνται την ημέρα της Μεταμορφώσεως, μας θυμίζουν ότι και η φύση, όταν προσφέρεται με πίστη, μπορεί να καθαγιαστεί. Ότι ακόμη κι ένας απλός καρπός μπορεί να γίνει αφορμή να θυμηθούμε πως όλος ο κόσμος περιμένει τη δική του μεταμόρφωση.
Και πράγματι... αν δεν είναι η Μεταμόρφωση η εορτή που αρμόζει σ' αυτό το έθιμο, ποια άλλη θα ήταν; Εκείνος που «έλαμψε ως ο ήλιος» μπροστά στους μαθητές Του, Εκείνος που δεν άλλαξε φύση, αλλά φανέρωσε την αλήθεια της, Εκείνος μας δείχνει τι σημαίνει να μεταμορφώνεται το φθαρτό σε άφθαρτο. Όπως το κρασί, μέσα στο Άγιο Ποτήριο, μεταβάλλεται σε Αίμα Χριστού, έτσι κι η δική μας προσφορά, όσο απλή κι αν είναι, αναφέρεται στην Ευχαριστία. Γίνεται ευχαριστιακή στάση ζωής.
Έτσι βλέπω κι εγώ τα σταφύλια που θα ευλογήσουμε αύριο. Όχι ως φρούτα. Όχι ως παράδοση απλώς. Αλλά ως ένα κομμάτι της ευχαριστιακής ζωής. Μια μικρή προσφορά που κουβαλά το νόημα όλης της πίστης: Να δίνεις το πρώτο, το καλύτερο, το δικό σου, τον κόπο των χειρών σου, στον μόνο που μπορεί να το κάνει αιώνιο.
Σπουδαίο πράγμα, δεν νομίζετε;

Κι όταν τα σταφύλια ευλογηθούν, δεν θα τα φάνε οι άνθρωποι απλώς για τη γλύκα τους. Θα τα γευτούν ως υπόσχεση. Ότι και τα έργα μας και οι κόποι μας, και οι καρποί της γης και της ψυχής, μπορούν να ευλογηθούν. Μπορούν να μεταμορφωθούν. Μπορούν να γίνουν, τελικά, Θεού κοινωνία.